Ου Γιώρς κι ου Νικουλάκους απ' τν Βάβδου κατέφκαν τσ' Σαλουνίκ' να ιδούν έναν γιατρό κι του βράδ' ιπιδή άκουαν συνιχώς ότ' του Μέγαρου ίνι ουραίου απουφάσισαν να παέν να ακούσν' μια συναυλία π' παίζ' ου γιός τσ' γειτόνσσας βιουλί.
Τν άλλ' μέρα, τσ' βλιέπ' ου Γιώρς ου Τσιάτσιαρς κι τσ' ρουτάει:
-Τι γιένκι ρε ικεί σιακάτ' τσ' Σαλουνίκ'; Πως ήταν η συναυλία;
Κι απαντάει ου Νικουλάκους:
-Τί να σι πω βρε Γιώρ'; Δεν κατάλαβαμι τι γιένκι. Τα κούρτζαν (κούρντιζαν), τα κούρτζαν, τα κούρτζαν, κι όταν ήταν να παν να παίξν' κάνα καλό χαβά, τα παράτσαν χαμπλά, κι σκώθκων κι έβγαν....
Σι τουτου του μπλογκ θα βρείτι πουλλά μασάλια (μασλάτια) κι παραδουσιακά ανιέκδουτα απ' τν΄ Χαλκιδική κι άλλις πιριουχές απ' ολ' τν' Ιλλάδα. Τούτα τα μασάλια μπόρισα κι τα μάζουξα απ' του ιντιρνιέτ, αλλά κι απού βιβλία π' βρήκα απ' τ' συγγινείς μ'. Αν έχιτι κανιένα κινούριου Μασάλ' μπουρείτι να μι του στείλτι στν' σιλίδα μας στου Facebook: https://www.facebook.com/greek.masalia/
Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019
Οι Βαβδινοί στν ουρχήστρα
Δευτέρα 1 Μαΐου 2017
Ου Χαλκιδικιώτς' πρώτ' φουρά στου Ντράϊβ ιν...
Ου Ζάκης, γνουστός μιρακλής τσ´ γνιαίκις, γύριψη να παέν´ καμιά βόλτα κατά τν´ Σαλουνίκ.
Αποφάσισι λοιπόν μια μέρα να αφήκ´ του χουριό, απ´ τν´ ουρινή Χαλκιδική, κι τν´ γνιαίκατ´ τν Ανθούλα μι τα κουρίτσια τ´, κι να πάει σι έναν αξάδιρφου τ´ πό χ´ ένα σπίτ´ στ´ Σαλουνίκ´ στου κέντρου.
Ου αξάδερφους τ´ ου Γιώρς´ γύρβει να τουν πειράξ´ του Ζάκη, μιας κι ήξιρει ότ´ ου αξάδιρφους τ´ ήταν πολύ μιρακλής στ´ γνιαίκις. Τουν λιέει λοιπόν:
-Ζάκη, θα σι παένου απόψι σι ένα μέρους να διούμι καμιά τινία, να διείς πως διασκιδάζουμι ιμείς ιδώ στν´ πόλ´.
Ου Ζάκις, λουλάθκει απ´ τν´ χαρά τ, κι τουν λιέει:
-Ουά ρε Γιώρ´, τι φουβηρή ιδέα έχς ρε; Να πάμι. Εχ´ καμια καλή τινία να διούμι;
-Μη στινουχουριέσι Ζάκη μ´ . Θα σι πάου να διείς μια καλή τινία, απλουέτι ου Γιώρς κι ετριβι τα χέρια τ´ καθώς τοιμάζνταν να ξικνησν´...
Τουν βάζ' λοιπό στου αμάξ' κι τουν ξικνάει για τουν σινιμά.
Οι Γιώρς΄μιγάλ' κουφάλα, είχι σκιδιάσ' να τουν πάει στου ντράιβ ιν, σιαπέρα στου αιρουδρόμιου.
Φτάν' λοιπόν μιτά από καμιά μσή ώρα, κι μπαίν΄μι του αυτουκίνητου μέσα στου ντράιβ ιν.
Ου Ζάκης σιατάστσει:
-Ουά, ουά, τι είνι τούτου ρε Γιώρ'; Μι του μάξ' μπαίνουμι στου σινιμά; Ρουτάει ου Ζάκης.
-Έτσ΄είνι ιδώ ρε αξάδιρφι, πιρίμινι να αρχινήσ΄του έργου, απλουέτ΄ου Γιώρς., γιλώντας πουνηρά...
Σι καμπόσου, ξικνάει να παίζ΄η τσόντα, που κάθι βράδ' παίζνταν ικεί. Μόλις δε ου Ζάκης είδι τσ' γνιαίκις χουρίς ρούχα, κι τσ΄ηθουπιοιί μι τσ΄μαλαπέρδις σα όξου, άρχισι να ιδρών' κι να φουνάζ'...
-Ουά ρε, ουά, τι γιλενιτι ιδώ ρε Γιώρ; Γιατί ξυγυμνώθκαν; Τι τινία είνι αυτή ρε?
Ου φουκαράς ου Ζάκης δεν είχι ξαναδιεί τέτοια τινία στς΄ζουήτ'. Πρώτ' φουρά είδι τσόντα.
Αφού ξιπέρασι του αρχικό σοκ για μιρικά λιπτά, ξανάρχισι να βλιέπ' κι παράλληλα να χτυπιέτι σαν χταπόδ' κι να τραβάει τα μαλλιά τ'... απ' τν' λουλάδα τ'.
Ου Γιώρς, που στν' αρχή έσπαζι πλάκα, άρχισι να φουβάτι μην πάθ΄ τίπουτα ου Ζάκης.
-Έλα βρε Ζάκη μ' δεν είνι αλήθεια αυτά... Ηθουπιοιί είνι ιτούτ' κι παίζν' τινία. Να τώρα θα φύβγουμι... είπι ου Γιώρσς, κι ξικίνσει να βάλ' μπρός του αμάξ'.
Όμους, ου Ζάκης, είχι πια τριλαθεί. Αρχισι να χτυπιέτι στου αμάξ΄μέσα, να ουρλιάζ' απ' τν' χαρά τ' μι τν' τσόντα, κι έχασι του μυαλό τ'.
Μόλις δε ου Γιώρς, έβαλι μπρός να φύγν, ανοίγ' τν' πόρτα ου Ζάκης κι βγαίν' όξου απ' τ' αμάξ'.
Ικεί έγινι ου χαμός. Άρχισι να τρέχ' σαν τριλός, σαπάν, σακάτ μέσα στου ντράιβ ιν, κι να κουνάει τα αμάξια απ' τν' λουλάδα τ'.
Ου κόσμους μέσα στα αμάξια σιατάστσει... Δεν ήξιραν όλ' αν έπριπι να γιλάσν΄ή να σκουθούν να αρχίσν' να τρέχν, γιατί ου Ζάκης είζι τριλαθεί μι αυτά που έβλιπι στν' τσόντα.
Σι μια φάσ' λοιπόν, ήταν μέσα σοτ ντράιβ ιν ΄δενα μικρό φουρτηγάκ' μι μιλήσσια. Ου ουδηγός τ' μόλις είχι έρτ' απ΄του βνό, κι είχι φέρ' τν' γκόμινα να φτιαχτούν λίγου. Μόνου που είχι κι τα μιλήσσια στν' καρότσα.
Ουρμάει λοιπόν ου Ζάκης, μέσα στν' λουλάδα τ' ανιβαίν΄απάν΄στν καρότσα, κι άρχισει να κνάει του φουρτηγάκ', να φουνάζ΄πιρίιργα πράματα, κι απο πκάτ' να είνι ου Γιώρς, μι τουν ουδηγό να προυσπαθούν να τουν κατιβάσν'.
Όμους, ου Ζάκης, απ΄ τν' χαρά τ΄που έβλιπι τν' τσόντα, δίν' μια τα μιλήσσια, κι πέφτν' σακάτ' απν, καρότσα κι σπάν. Ρίχν' κι άλλ' μια τα υπόλοιπα μιλίσσια, κι τα αναπουδουγυρνάει κι αυτά. Τότι έγινι ου χαμός. Βγήκαν όλις οι μέλλσις όξου, κι αρχισαν να τσμπούν όποιουν έβρισκαν μπρουστάτς'. Χαμός μέσα στου ντράιβ ιν. Όλ' να τρέχν να κρυφτούν μη τς΄τσμπήσν΄οι μέλσις.
Έτσ' αφού χάλασι τν΄βραδυά ου Ζάκης, ήρτει η αστυνομία κι τουν μάζηψι, κι ου κόσμους τουν φώναζι ένα σουρό, πο καμι σα τριλός μ τν. τσόντα, κι όλ' είχαν ένα σουρό τσμπήματα ατ' τσ' μέλσις...
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017
Του σκιουράκ´
Ενας πιτσιρικάς είδι τ´ μάνα τ´ γυμνή κι ρουτάει:
-Μαμά τι ειν αυτό ανάμισα στα πουδάρια σ´;
-Σκιουράκι είνι πιδί μ´...
-Ααααα Μαμά πρόσιξι μη σει δαγκάσ του μνί...
Ου γλυκός καφές...
Στ Σαλουνίκ´...
Ου Παναγιώτς πάει να πιεί φραπιδάκ´ σι καφέ-ζαχαρουπλαστείου.
Τουν φέρν´ ου υπάλληλους...δουκιμάζ´...κι τουν φτύν´!!!
-"Καλά, να με δηλητηριάησ´ γυρεύς;"
-"Γιατί;Έχει κάτι ο καφές;"
-"Γλυκό σι ζήτσα, πως τουν έκανις;"
-"3-1"
-"3-1;;; Ιγώ τουν πίνου 7-1"
-"7-1;;;Να ρίξω 7 κουταλιές ζάχαρη;"
-"Άμα τσιγκουνεύιςι τ´ ζάχαρ´ ρίξι ένα κανταΐφ´ μέσα, ανακάτηψή του κι φέρ' του να του πιω"
Του Τσιουρέκ'
-Αχ Γιαγιά τι καθαρά που είνι τα χιράκια σ´ σήμηρα.....
-Ζύμουσα τα τσιουρέκια καλό μ´...
(Από "Μασάλια Πολυγύρου-Έτσι κουβέντα να γίνεται)
Κυριακή 22 Μαΐου 2016
Η θειά η Ιυγινεία κι ου Τέρενς Κουϊκ...
Η θειά η Ιυγινεία τ' μπάρμα Λιά τ' Τυρουβούζ' απ' του Βάβδου, είχι πάρ' μια κινούρια Τηλιόρασ' κάπου στα 1980, κι τν' είχι στου σαλόν' .
Κάθι βράδ' τν' είχι παρέα. Έβλιπι καμιά ειδησούδα, κανιένα χουρό, καμιά τινία, κι πιρνούσι πουλύ καλά.
Είχι βέβια τν' απουρία, πως πιρνούν απ' του καλώδιου, κι στριμώγνταν μέσα στου κτί τς' τηλιόρασης, αλλά δεν του πουλυέψαχνι γιατί πιρνούσι πουλί καλά...
Ένα βράδ' που έβλιπι ειδήσεις, μπαίλντσι μι τουν Τέρενς Κουϊκ, κι γυρνάει σα τν' Τηλιόρασ' κι τουν λιέει:
-Άντι καλό μ'... τράβα να κοιμθείς τώρα. Κι γω κουράσκα. Ισύ δε βαρέθκης να μλάς τόσις ώρις;
Τουν βλιέπ όμους, να συνιχίζ' να μλάει, χουρίς να τν' ακούει. Παέν', έρχιτι, η θειά η Ιυγινεία, κι τούτους... τίπουτα. Συνιχίζ' να μλάει. Ουπότι ξαναγυρνάει, βγάζ' τν ρόμπα π' φουρούσι, τν' ρίχν' απάν στην ουθόν΄τς' τηλιόρασης, κι τουν λιέει:
-Καλό μ' δε μπουρώ να σι πιρημένου άλλου. Μη μη βλιέπς' θέλου να βάλου τν' νυχτικιά μ'. Σι ρίχνου τν' ρόμπα να μη μη βλιέπς π' θα ξυντηθώ. Άντι, σύρει κι συ για ύπνου, κουράσκης τόσις ώρις...
Τετάρτη 11 Μαΐου 2016
Οι πατάτις τ' γιούφτου...
Στου Βάβδου, ήταν πριν καμιά κουσαριά κι βάλι, χρόνια, ένας γιούφτους που πάηνι κάθι μέρα πότι στου χουριό, πότι στ' διαστάυρουσ' με τουν δρόμου για Πολύγυρου, κι πλούσι κάτ' πατάτις, ίσια μι πιπόνια. Όλου του χουριό είχι να λιέει για τς' πατάτις αυτές.
Κι τι ουραίης πατάτις, τι νόστμες, τι ψουμουμένις, τί μιγάλις, τι καθαρές, χουρίς σκλίκια κλπ κλπ.
Η φήμ' τ' γιούφτου έφτασι μέχρι τ' Σαλουνίκ. Έρνταν κάθι τόσου, κόσμους κι κουσμάκς, κι έπιρνι πατάτις απ τουν πουλύ πηρηποιητκό γιούφτου.
Μια μέρα όμους, που κάνταν στουν πλάτανου κι έπινι τα τσίπρα τ', είχι γίν' ντίρλα. Είχι αρχίσ' κι έλιγι αλαφράδις. Απάν στν' κουβέντα λοιπόν, αρχνάει ου Σαχίνας να τουν ψαρεύ'...
-Για πέ μας ρε συ, που σκατά τσ' φτιάνς' αυτές τσ' πατάτις; Σι ποιό χουράφ' τσ' βάηζ';
-Παράτα μας ρε Σαχίνα, δε σι λιέου τίπουτα. Αυτό είνι μυστκό...
Μι τα πουλά κι τα λίγα, οι Βαβδινοί πότσαν καλά τουν γιούφτου, μπας κι τουν καταφέρν΄ να τσ' πει σε ποιό χουράφ έβαζι τσ' πατάτις γιατί τσ' είχι φάει η πιριέργεια...
Έτσ' σι κάποια ώρα που η γιούφτους ήταν ντιπ χάλια απ΄τα τσίπρα, γυρνάει κι τσ' λιέει:
-Όσου του χώμα βρουμάει, τόσου πιο μιγάλ' κι νόστιμ' γιένιτι η πατάτα.
Σιατάστσαν οι Βαβδινοί, κι τουν ρουτούν:
-Ποιό χώμα ρε συ βρουμάει ιδώ στ' Βάβδου; Όλα είνι πιντακάθαρα ιδώ.
Κι τότι απλουέτι η γιούφτους:
-Ε... πως... ιδώϊα στου παλιό νικρουταφείου. Μέχρ' πριν 2 χρόνια ήταν σπαρμένου μι πιθαμέν'. Τώρα, είνι σπαρμένου μι τσ' πατάτις μ΄. Εχ' τόσου λίπους, π' αν τσ' αφήσου λίγου παραπάν', θα γιέν σα καρπούζια...!!!!
Κι τι ουραίης πατάτις, τι νόστμες, τι ψουμουμένις, τί μιγάλις, τι καθαρές, χουρίς σκλίκια κλπ κλπ.
Η φήμ' τ' γιούφτου έφτασι μέχρι τ' Σαλουνίκ. Έρνταν κάθι τόσου, κόσμους κι κουσμάκς, κι έπιρνι πατάτις απ τουν πουλύ πηρηποιητκό γιούφτου.
Μια μέρα όμους, που κάνταν στουν πλάτανου κι έπινι τα τσίπρα τ', είχι γίν' ντίρλα. Είχι αρχίσ' κι έλιγι αλαφράδις. Απάν στν' κουβέντα λοιπόν, αρχνάει ου Σαχίνας να τουν ψαρεύ'...
-Για πέ μας ρε συ, που σκατά τσ' φτιάνς' αυτές τσ' πατάτις; Σι ποιό χουράφ' τσ' βάηζ';
-Παράτα μας ρε Σαχίνα, δε σι λιέου τίπουτα. Αυτό είνι μυστκό...
Μι τα πουλά κι τα λίγα, οι Βαβδινοί πότσαν καλά τουν γιούφτου, μπας κι τουν καταφέρν΄ να τσ' πει σε ποιό χουράφ έβαζι τσ' πατάτις γιατί τσ' είχι φάει η πιριέργεια...
Έτσ' σι κάποια ώρα που η γιούφτους ήταν ντιπ χάλια απ΄τα τσίπρα, γυρνάει κι τσ' λιέει:
-Όσου του χώμα βρουμάει, τόσου πιο μιγάλ' κι νόστιμ' γιένιτι η πατάτα.
Σιατάστσαν οι Βαβδινοί, κι τουν ρουτούν:
-Ποιό χώμα ρε συ βρουμάει ιδώ στ' Βάβδου; Όλα είνι πιντακάθαρα ιδώ.
Κι τότι απλουέτι η γιούφτους:
-Ε... πως... ιδώϊα στου παλιό νικρουταφείου. Μέχρ' πριν 2 χρόνια ήταν σπαρμένου μι πιθαμέν'. Τώρα, είνι σπαρμένου μι τσ' πατάτις μ΄. Εχ' τόσου λίπους, π' αν τσ' αφήσου λίγου παραπάν', θα γιέν σα καρπούζια...!!!!
Τρίτη 10 Μαΐου 2016
Δευτέρα 9 Μαΐου 2016
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)