Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Στόλσι του Βόδ´...

Θεσσαλονίκη: Πωλητής ελάτων από Ταξιάρχη και διάλογος με πελάτισσα:
-Πόσο κάνει αυτό το έλατο κύριε?
-Δικαπέντι χλιάρκα...
-Μα κύριε με δεκαπέντε χιλιάδες αγοράζω ολόκληρο βόδι
-Εεεε τότι πάρι ενα βόδ´ κι στόλσι του για τα Χριστούϊνα...


Από Μασάλια Πολυγύρου: Facebook

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ου Λιβιές...

Η λουκουβίτσα έχ´ πάρ´  γαμπρό από τν´ Γαλλία μι του όνουμα Olivier (Ολιβιέ).
Οι λουκουβίτις σχουλιάζν´....
"Α ήρτι κι η λιβιές"
Από Μασάλια Πολυγύρου: Facebook

Η μηχανή μι του σασμάν...

Βραστά...
Πριν μερικά χρόνια στα μπουζούκια υπήρχε μια αρκετά ευτραφής τραγουδίστρια...
Ένα βράδυ τραγουδούσε την επιτυχία της Ελένης Βιτάλη "Η κιβωτός".
Όταν έφτασε στον στίχο "Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας" σηκώθηκε ένας Βρασταμνός και της λέει...
"Εσύ κουρίτσι μ' δεν είσι ιξάρτημα. Είσι ουλόκληρ' η μηχανή μαζί μι του σασμάν"
Από Μασάλια Πολυγύρου: Facebook

Ου Τιλουνειακός κι ου μκρός μι τα πουδήλατα

Ου Γιώρς' η Τσικούρας, απ του Βάβδου, ήταν στν' δικαιτία τ' ιξίντα, τιλουνειακός υπάλληλους. Ιπιδή όμους ήταν λίγου αντιδραστικός κι ου Νουμάρχς' για να τουν στρώσ' είπι να τουν στείλ' μιρικούς μήνις στουν Έβρου, στου τιλουνείου, μπας κι σινιέρτ'.
Ου Γιώρσ' μόλις πήγει κατά κει, είπι να δείξ' καλνή εικόνα κι να κάν' τουν ιέλεγχου, όπους πρέπ'.
Τν' πρώτ' μέρα κιόλα, κάνταν στν καρέκλα, όξου απ' του κουβούκλιου τ' τιλουνείου, κι δεν άφνη ούτ' κνούπ' να πιράσ' χουρίς έλεγχου.
Σι κάποια στιγμή, αγναντέυ' έναν μι ένα πουδήλατου, χουρίς τίπουτα άλλου, να γυρεύ' να πιράσ' τα σύνουρα. Ου άνθρουπους ήταν κανουνικά μι τα διαβατήριατ' κ.λ.π. κι δεν είχι κανένα πρόβλημα.
Αφού πέρασι η μέρα, του βράδ' του βλιέπ' να έρχιτι μι τα πουδάρια απν' Τουρκιά, κι σινάμινους κουνάμινους να πιρπατάει κατά του χουριό.
Τν, ιπόμιν' μέρα, πάλι τα ίδια. Ου μκρός, μι του πουδήλατου, γυρεύ' να πιράσ' τα σύνουρα πάλι. Του βράδ' ιπίσης, γυρνάει μι τα πουδάρια πάλι απ του τιλουνείου κατά του χουριό.
Αυτό του πράμα, σινιχίσκει πολύν κιρό. Κάθε μέρα τα ίδια. Του προυί μι του πουδήλατου, του βραδ' μι τα πουδάρια. Ώσπου ου Γιώρσ' είπι να τουν ρουτήσ':
-Βρε καλό μ', για πέμι. Τι φτιάνς' κάθι μέρα μι του πουδήλατου; Που τα κρυβς' τα ναρκουτικά; Μήπους μέσα στν' σιέλα;
-Όχ' βρε μπάρμπα. Δεν κουβαλώ ιγώ τέτοια. Πως του σκιέφκης' αυτό;
-Ιά... σιγά που θα μι κουρουιδέψ' ιμιένα. Πέμι ρε κακαβριάκα, που τα κρυβς τα ναρκουτικά; Πέμι κι δε θα σι φκιάσου τίπουτα. Δε θα σι πιάσου. Μο πέμι.
-Άσιμι ρε μπάρμπα. Τίπουτα δε φκιάνου. Γύρνα στν' δλειάς' κι άσιμι.
-Δε σι' αφήνου π' να χτυπιέσι καταϊ. Πέ μι κι δε θα σι πειράξου. Μό γυρεύου να μάθου. Θα σκάσου αν δε μάθου.
-Καλά μπάρμα. Θα σι πω. Δε κβανώ ναρκουτικά όπους λιές. Πουδήλατα κλιέβου κι πάου κι τα πλώ στν' Τουρκιά, κι γυρνώ σπίτ' μι τα πουδάρια, κι τν' τσιέπ' γιμάτ'.