Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Πόσα χρόνια ζει του γαϊδούρ´;

Ρουτάει ου Γιάννς ου Τσιάτσιαρς απ του Βαβδου τν γνιαικα τ´ π´ κάνταν σα όξου στουν κήπου:
-Για πέμει μαρή Μπουλιώ, ξιέρσ´ πόσα χρόνια ζουν τα γαϊδούρια;
Κι τουν απαντάει αυτήνια:
-Γιατί ρουτάς βρε Γιάνν'; Μήπους δε νιώθς καλα;;;;

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

"...Soixante dix..."

Μαθημα γαλλικών κι η καθηγήτρια φουνάζ´... 
-"Σχοινάς?" Διάβασέ μας το επόμενο μάθημα. 
-"Σι ποιά σιλίδα κύρία ?"
-"Soixante dix (σουασάν ντί) Σχοινάς" τουν απαντάει η καθηγήτρια. 
Κι απαντάει ου Γιάννς´:
-"Ιά... τώρα του γάμσαμε τ´ μάνα....."

Ου πιανίστας μι τα γίδια...

Παλαιόχωρα...
Η Μήτσους τα φκιασι μι μια απ' τν' Μιγάλ´ Παναγιά...Αλλά όμους δε τ'ν είπι πως έχ´ γίδια!
Κάποια στιγμή πήρι η κουπέλα σπίτ' τηλέφουνου κι του σήκουσ´ η μάνα τ'!
Όταν γύρσει η Μήτσιους τουν είπει η μάνα τ' ότ´ τουν πήρει μια κουπέλα!
-"Κι εσύ τι τ'ν είπες;" ρουτάει ου Μήτσιους
-"Ότι είσει στα γίδια.Τι ήθηλεις να τν´ πω; Ότι είσει στου σαλόν' κι παί'ειζ πιάνου;"

Του προυξινιό τ´ Γιώρ´

Ου Γιουργακ´ς ου Τυρουβούηζ (Τυροβούζης) απ´ του Βάβδου, που στου μιταξύ είχι μιτακουμίσ´ στ´ Σαλουνίκ´, είχι ξειμειν´ στου ραφ'  κι δε γύρβει να παντριφτει. Μι τα πουλά, τουν έπεισει του σόϊτ´ να παέν´ να γνουρίσ´ μια νύφ´ απού προυξινιό. Τουν λιέει η αδιρφή τ´ η Φρύνη:
-Γιώρ' κανόνσαμι να πας στου Χουριο, στου Βάβδου να γνουρίησ´ τν νυφ´. Μέν στ´ γιρακνή αλλά θα ερτ´ να σι γνουρίσ´ στου σπίτ´ τσ´ θειάσ´ τσ´ Μπαλάσουσ´
Σκώθκη ου Γιώρς, χμώνα κιρό να πάει στου Βάβδου να γνουρίς τν νύφ´, αν κι δε του γύρβει κι πουλί...
Παίρν´ ένα κουτί πάστις απ´ τουν "Παρακαλώ"  (γνουστός ζαχαρουπλάστσ´ στν πιριουχή Μαρτίου τς Σαλουνίκ´, μι αδυναμία στου Ουθουμανικό...που τουν κουρόϊδιυαν μ´ αυτο τ´ όνουμα γιατί όλ´ τν´ ώρα έλιγι τσ´ πιλάτις παρακαλώ κι παρακαλω κλπ) κι ξικίνσι για του Βάβδου.
Όταν έφτασι στου χουριό, σιατάστσει κι άρχισι να βλαστμάει τν τύχη τ´ γιατί βρήκει πουλί χιόν´ κι πάγου καταϊ, αλλά είπι να πάει στου ραντιβού γιατί φαντάσκι τι θα τουν έσουρναν η μάνα τ´ κι η αδιρφή τ´ αν δε πάεινι κι έλιγι ότ´ είχι χάλια κιρό. Παρκάρ´ λοιπόν τ´ αυτουκίνιτου τ´ σακάτ στου σκουλειό κι είπει ν´ ανέβ´ τν μιγάλ τν ανηφόρα μι τα πουδάρια γιατί μι του γυαλουπάϊ τ´ αυτουκίνητου θα έφτανι στ´ Γαλάτστα απ´ τ´ γλύστρα.
Αρχίζ´ του λοιπόν ν ανιβέν´ στουν πάγου κι του χιόν´ αφού του σπίτ´ π´ θα γιένταν του προυξινιό ήταν σαπάν στν´ ανηφόρα.
Κάθι δυο βήματα όμους, ιπειδή είχι πουλί πάγου, η Γιώρς γλιστρούσι κι ξαναξικνούσι απ´ τν´ αρχή.
Είδι κι απόειδι κι αποφάσισι να ανιέβ´ τν ανηφόρα αρκουδιούντα (στα τέσσιρα). Ετσ´ κι έκανι, κι κρέμασι τα γλυκά με τν´ κουρδέλα τ´ ζαχαρουπλάστ´ απ τα δόδια (δόντια).
Αφού τουν πήρει κάνα μισάουρου ν´ ανιέβ μέχρ´ τν μέσ´ τς ανηφόρας στα τέσσιρα μι τσ´ πάστις στου στόμα, βγαίν´ η Μαρίκα η Ντουντού τ´ Φιλουκλή στου μπαλκόν, που στου μιταξύ κυκλουφόρσι κουτσουμπουλιό οτ´ θα έρνταν ου Γιώρς να διεί μια νύφ' κι τουν λιέει:
-"Αχ καλό μ´, τι λύσσα σ´ έπιασι να έρτσ´ σήμιρα στου χουριό μι τέτοιου κιρό να γνουρίησ´ τν νύφ', κι έρχισι αρκουδιούντα τν´ ανηφόρα μι τα γλυκά στου στόμα; Μη φουβάσι βρε δε θα τ´ χάησ´ τν νύφ´. Ποιός θα τν πάρ´ σάμαντι; Μον´ ισύ! Θκειά σ´ είνι. Τράβα τσ´ Σαλουνίκ κι έλα κατα του καλουκαιρ´ π´ θα χ´ κι καλύτιρου κιρό κι θα χ´ αδυνατίσ´ καμια τριανταριά κιλά η νυφ'."
Μιτά απ´ αυτό ου Γιωρς τν´ κουπανισι κουρδουκλιούντα ως τν´ πλατεία κι δε ξαναφάνκη γιατί δε τσ´ χώνιυει κι πουλί τσ´ καμπάδκις (χοντρές) γνιαίκις...